δυσδιάκριτος

δυσδιάκριτος
-η, -ο (AM δυσδιάκριτος, -ον)
αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι»)
νεοελλ.
αυτός που μόλις διαφαίνεται, αμυδρός, συγκεχυμένος
αρχ.
1. (για δικαστική υπόθεση) αυτή που δύσκολα επιλύεται
2. δύσπεπτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσδιάκριτος — hard to distinguish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιάκριτος, -η — ο αυτός που δύσκολα διακρίνεται: Τα αυτοκίνητα ήταν δυσδιάκριτα μέσα στην ομίχλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσδιακρίτως — δυσδιάκριτος hard to distinguish adverbial δυσδιάκριτος hard to distinguish masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιάκριτον — δυσδιάκριτος hard to distinguish masc/fem acc sg δυσδιάκριτος hard to distinguish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιακρίτους — δυσδιάκριτος hard to distinguish masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιάκριτα — δυσδιάκριτος hard to distinguish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιάκριτοι — δυσδιάκριτος hard to distinguish masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύσκιος — ο (ΑΜ εὔσκιος, ον) αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.) νεοελλ. (για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιά («εύσκιος πλάτανος») αρχ. σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτος («εὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς… …   Dictionary of Greek

  • άσημος — η, ο (AM ἄσημος, ον) [σήμα] 1. ο ασήμαντος, ο άγνωστος 2. (για αιγοπρόβατα και βόδια) αυτός που δεν είναι σημαδεμένος, που δεν έχει σημαδευτεί με διακριτικό σημείο αρχ. μσν. ως ουσ. τὸ ἄσημον το ασήμι, ο άργυρος αρχ. 1. ο άργυρος ή ο χρυσός που… …   Dictionary of Greek

  • αδιάγνωστος — η, ο (Α ἀδιάγνωστος, ον) [διαγιγνώσκω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να διαγνωσθεί, να κατανοηθεί εύκολα 2. ο δυσδιάκριτος, αδιόρατος, ο υποθετικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”